Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
delighted
01
ευτυχισμένος, χαρούμενος
filled with great pleasure or joy
Παραδείγματα
The delighted laughter of the children echoed through the playground.
Το ευτυχισμένο γέλιο των παιδιών ηχούσε στην παιδική χαρά.
She felt delighted when she saw her artwork displayed in the gallery.
Αισθάνθηκε ευτυχισμένη όταν είδε το έργο τέχνης της να εκτίθεται στην γκαλερί.
Λεξικό Δέντρο
delightedly
delighted
delight



























