LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Imperturbable
/ɪmpətˈɜːbəbəl/
/ɪmpɚtˈɜːbəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "imperturbable"
imperturbable
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ατάραχος
not easily perturbed or excited or upset; marked by extreme calm and composure
unflappable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App