fateful
fate
ˈfeɪt
φειτ
ful
fəl
φαλ
British pronunciation
/fˈe‍ɪtfə‍l/

Ορισμός και σημασία του "fateful"στα αγγλικά

01

μοιραίος, πεπρωμένος

having significant consequences or outcomes
example
Παραδείγματα
The fateful decision to invest in the stock market led to unexpected financial gains.
Η μοιραία απόφαση να επενδύσεις στο χρηματιστήριο οδήγησε σε απροσδόκητα οικονομικά κέρδη.
The fateful encounter with a stranger changed the course of her life forever.
Η μοιραία συνάντηση με έναν ξένο άλλαξε την πορεία της ζωής της για πάντα.
02

μοιραίος, καταστροφικός

having disastrous or ruinous consequences
example
Παραδείγματα
The fateful decision led to the company's collapse.
Η μοιραία απόφαση οδήγησε στην κατάρρευση της εταιρείας.
The fateful decision led to the company's collapse.
Η μοιραία απόφαση οδήγησε στην κατάρρευση της εταιρείας.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store