Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
catastrophic
01
καταστροφικός, ολέθριος
causing a great deal of harm, suffering, or damage
Παραδείγματα
The catastrophic earthquake left entire cities in ruins.
Ο καταστροφικός σεισμός άφησε ολόκληρες πόλεις σε ερείπια.
Failing to address climate change could have catastrophic consequences for future generations.
Η αποτυχία αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες για τις μελλοντικές γενιές.
Λεξικό Δέντρο
catastrophic
catastrophe



























