Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cataclysmic
01
κατακλυσμικός, καταστροφικός
causing widespread destruction
Παραδείγματα
The cataclysmic earthquake left entire cities in ruins.
Ο κατακλυσμικός σεισμός άφησε ολόκληρες πόλεις σε ερείπια.
The stock market crash had cataclysmic effects on the global economy.
Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου είχε κατακλυσμικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία.
Λεξικό Δέντρο
cataclysmic
cataclysm



























