Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cataclysm
01
κατακλυσμός, φυσική καταστροφή
a sudden, violent natural disaster that drastically alters the earth's landscape
Παραδείγματα
The 2004 Indonesian earthquake and tsunami caused a massive cataclysm that claimed over 200,000 lives.
Ο σεισμός και το τσουνάμι της Ινδονησίας το 2004 προκάλεσαν μια μαζική καταστροφή που κόστισε τη ζωή σε πάνω από 200.000 ανθρώπους.
Scientists point to an asteroid or comet impact as the leading theory for the cataclysm that wiped out the dinosaurs.
Οι επιστήμονες υποδεικνύουν την πρόσκρουση αστεροειδή ή κομήτη ως την κύρια θεωρία για την κατακλυσμική καταστροφή που εξάλειψε τους δεινόσαυρους.
02
κατακλυσμός, συμφορά
a sudden or disastrous event that destroys or changes a whole region or system
Παραδείγματα
Fall of the Western Roman Empire marked a political and economic cataclysm from which Europe did not recover for centuries.
Η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σηματοδότησε μια πολιτική και οικονομική κατακλυσμό από τον οποίο η Ευρώπη δεν ανέκαμψε για αιώνες.
World War I represented a cataclysm that demolished long-standing political systems and redrew the map of Europe.
Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος αντιπροσώπευε ένα κατακλυσμό που κατέστρεψε μακροχρόνια πολιτικά συστήματα και ξανασχεδίασε τον χάρτη της Ευρώπης.
Λεξικό Δέντρο
cataclysmal
cataclysmic
cataclysm



























