Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
catastrophically
01
καταστροφικά, ολέθρια
in a manner that causes a lot of damage, often on a big scale
Παραδείγματα
The financial market collapsed catastrophically, leading to a severe economic downturn.
Η χρηματοπιστωτική αγορά κατέρρευσε καταστροφικά, οδηγώντας σε μια σοβαρή οικονομική ύφεση.
The chemical spill affected the ecosystem catastrophically, resulting in the death of numerous aquatic species.
Η χημική διαρροή επηρέασε καταστροφικά το οικοσύστημα, με αποτέλεσμα τον θάνατο πολυάριθμων υδρόβιων ειδών.



























