Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
destructively
01
καταστροφικά, με την πρόθεση να προκαλέσει βλάβη
with the intent of causing harm
Παραδείγματα
The hurricane swept through the coastal town destructively, leaving a trail of devastation in its wake.
Ο τυφώνας σάρωσε την παραθαλάσσια πόλη καταστροφικά, αφήνοντας ένα ίχνος καταστροφής στο πέρασμά του.
The wildfire spread destructively, consuming acres of forest and threatening nearby communities.
Η πυρκαγιά εξαπλώθηκε καταστροφικά, καταναλώνοντας στρέμματα δάσους και απειλώντας τις γύρω κοινότητες.
Λεξικό Δέντρο
destructively
destructive
destruct
destroy



























