Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
desultory
01
ασύνδετος, ανοργάνωτος
disconnected and aimless in progression or execution
Παραδείγματα
Their desultory conversation drifted from weather to politics without depth.
Η ασύνδετη συζήτησή τους πέρασε από τον καιρό στην πολιτική χωρίς βάθος.
He made a desultory attempt at cleaning before giving up.
Έκανε μια ασυνεπή προσπάθεια καθαρισμού πριν τα παρατήσει.



























