Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
detachable
01
αποσπώμενος, διαχωρίσιμος
capable of being separated or removed from the main structure or component
Παραδείγματα
The detachable strap allows the bag to be carried as a backpack or as a shoulder bag.
Ο αφαιρούμενος ιμάντας επιτρέπει να μεταφέρεται η τσάντα ως σακίδιο ή ως τσάντα ώμου.
The detachable hood can be easily removed from the jacket for washing.
Η αφαιρούμενη κουκούλα μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα από το σακάκι για πλύσιμο.
Λεξικό Δέντρο
detachable
detach



























