Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
destroyed
01
κατεστραμμένος, ολοσχερώς καταστραμμένος
completely ruined or severely damaged beyond repair or use
02
κατεστραμμένος, χαλασμένος
destroyed physically or morally
Λεξικό Δέντρο
destroyed
destroy
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κατεστραμμένος, ολοσχερώς καταστραμμένος
κατεστραμμένος, χαλασμένος
Λεξικό Δέντρο