Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disencumber
01
απαλλάσσω, ανακουφίζω
to relieve someone of a burden
Παραδείγματα
She worked tirelessly to disencumber her parents from their financial debts.
Δούλεψε ακούραστα για να απαλλάξει τους γονείς της από τα οικονομικά τους χρέη.
The law aims to disencumber small businesses from unnecessary bureaucratic hurdles.
Ο νόμος στοχεύει να απαλλάξει τις μικρές επιχειρήσεις από άσκοπα γραφειοκρατικά εμπόδια.
Λεξικό Δέντρο
disencumber
encumber
cumber



























