Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disengaged
01
αποσυμμετοχικός, αδιάφορος
not being actively involved or showing interest in a particular situation or activity
Λεξικό Δέντρο
disengaged
engaged
engage
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποσυμμετοχικός, αδιάφορος
Λεξικό Δέντρο