Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disfigure
01
παραμορφώνω, ακρωτηριάζω
to seriously damage the way something looks, especially a person's body or face
Παραδείγματα
The accident disfigured her face, leaving visible scars.
Το ατύχημα παραμόρφωσε το πρόσωπό της, αφήνοντας ορατές ουλές.
The fire disfigured the historic building beyond recognition.
Η φωτιά παραμόρφωσε το ιστορικό κτίριο σε σημείο αγνώρισίας.
Λεξικό Δέντρο
disfigurement
disfigure
figure



























