Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cavern
01
σπηλιά, μεγάλο θάλαμο
a large cave or a large chamber in a cave
02
σπηλιά, μεγάλος σκοτεινός κλειστός χώρος
any large dark enclosed space
to cavern
01
σκάβω σαν να φτιάχνω σπήλαιο, κουφάινω σαν σπήλαιο
hollow out as if making a cavern
Λεξικό Δέντρο
cavernous
cavern



























