Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cave
01
σπηλιά, σπήλαιο
a hole or chamber formed underground naturally by rocks gradually breaking down over time
Παραδείγματα
Exploring caves can be an exciting adventure, revealing hidden chambers and breathtaking formations.
Η εξερεύνηση των σπηλαίων μπορεί να είναι μια συναρπαστική περιπέτεια, αποκαλύπτοντας κρυμμένες αίθουσες και εντυπωσιακές δημιουργίες.
The cave's entrance was concealed by dense foliage, leading to a mysterious world beneath the surface.
Η είσοδος της σπηλιάς ήταν κρυμμένη από πυκνή πρασινάδα, οδηγώντας σε έναν μυστηριώδη κόσμο κάτω από την επιφάνεια.
to cave
01
εξερευνώ σπήλαια, ασχολούμαι με τη σπηλαιολογία
to explore natural underground chambers and tunnels
02
σκάβω, ανοίγω τρύπα
hollow out as if making a cave or opening
Λεξικό Δέντρο
cavity
cave



























