Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clingy
01
κολλητός, σφιχτός
(of clothes) holding on tightly
Παραδείγματα
The dress was too clingy to wear on a hot day.
Το φόρεμα ήταν πολύ κολλημένο για να το φορέσει κανείς μια ζεστή μέρα.
His workout shirt felt clingy after he started sweating.
Το μπλουζάκι γυμναστικής του ένιωθε κολλώδες αφού άρχισε να ιδρώνει.
02
κολλητικος, εξαρτημενος
(of a person) overly dependent on someone else, often seeking constant attention, affection, or reassurance
Παραδείγματα
Her clingy behavior made her friends feel overwhelmed.
Η κολλητική της συμπεριφορά έκανε τους φίλους της να νιώθουν συγκλονισμένοι.
The child was clingy and refused to let go of his mother at the daycare.
Το παιδί ήταν κολλημένο και αρνιόταν να αφήσει τη μητέρα του στο παιδικό σταθμό.
Λεξικό Δέντρο
clingy
cling



























