Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
clinically
01
κλινικά, με κλινικό τρόπο
in a way related to clinical practices or medical examinations and treatments
Παραδείγματα
The doctor evaluated the patient clinically, considering both symptoms and diagnostic test results.
Ο γιατρός αξιολόγησε τον ασθενή κλινικά, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τα συμπτώματα όσο και τα αποτελέσματα των διαγνωστικών τεστ.
The medication 's effectiveness was assessed clinically through controlled trials.
Η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου αξιολογήθηκε κλινικά μέσω ελεγχόμενων δοκιμών.
Λεξικό Δέντρο
clinically
clinical
clinic



























