LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Clinging
/klˈɪŋɪŋ/
/ˈkɫɪŋɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "clinging"
clinging
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
προσκολλώντας
(of clothes) tight-fitting in a way that shows the shape of the body
clingy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App