Clinging
volume
British pronunciation/klˈɪŋɪŋ/
American pronunciation/ˈkɫɪŋɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "clinging"

01

(of clothes) tight-fitting in a way that shows the shape of the body

clinging definition and meaning

clinging

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store