Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-built
01
καλοφτιαγμένος, μυώδης
having a strong, solid, and muscular physique
Παραδείγματα
She 's been working out every day for months, and now she 's well-built and strong.
Γυμνάζεται κάθε μέρα για μήνες, και τώρα είναι καλοφτιαγμένη και δυνατή.
The well-built swimmer had a physique that showcased years of rigorous training.
Ο καλοχτισμένος κολυμβητής είχε μια σωματική διάπλαση που επεδείκνυε χρόνια αυστηρής προπόνησης.
02
καλά χτισμένο, γερό
constructed with care, skill, and high-quality materials, making it sturdy, durable, and reliable
Παραδείγματα
The bike was well-built, offering smooth rides even on rough terrain.
Το ποδήλατο ήταν καλά κατασκευασμένο, προσφέροντας ομαλές βόλτες ακόμα και σε ανώμαλο έδαφος.
The new smartphone is sleek, well-built, and feels premium in your hand.
Το νέο smartphone είναι κομψό, καλοφτιαγμένο και δίνει μια αίσθηση premium στο χέρι σας.



























