Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-conditioned
/wˈɛlkəndˈɪʃənd/
/wˈɛlkəndˈɪʃənd/
well-conditioned
01
καλά ρυθμισμένο, σε εξαιρετική κατάσταση
having an excellent physical or mental shape due to regular exercise or maintenance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καλά ρυθμισμένο, σε εξαιρετική κατάσταση