Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-equipped
01
καλά εξοπλισμένο, πλήρως εξοπλισμένο
having all the necessary tools, supplies, or features for a specific purpose
Παραδείγματα
The kitchen was well-equipped with modern appliances.
Η κουζίνα ήταν καλά εξοπλισμένη με μοντέρνες συσκευές.
He is well-equipped to handle any emergency.
Είναι καλά εξοπλισμένος για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη.



























