Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-heeled
01
ευκατάστατος, πλούσιος
having substantial financial resources
Παραδείγματα
He comes from a well-heeled family.
Έρχεται από μια ευκατάστατη οικογένεια.
She 's well-heeled and never has to worry about money.
Είναι πλούσια και δεν χρειάζεται ποτέ να ανησυχεί για τα χρήματα.



























