LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Well-off
/wˈɛlˈɒf/
/wˈɛlˈɔf/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "well-off"
well-off
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
αρκετά πλούσιος
having enough money to cover one's expenses and maintain a desirable lifestyle
comfortable
easy
prosperous
well-fixed
well-heeled
02
ευκατάστατος
fortunately situated
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App