Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-groomed
01
καλοπεριποιημένος, κομψός
neatly and stylishly cared for in appearance, often referring to personal hygiene, hair, and clothing
Παραδείγματα
He always looked well-groomed in his tailored suits and polished shoes.
Φαινόταν πάντα καλοπεριποιημένος στα ραμμένα για αυτόν κοστούμια και τα γυαλισμένα του παπούτσια.
Her well-groomed appearance made a positive impression at the job interview.
Η καλοντυμένη εμφάνισή της έκανε θετική εντύπωση στη συνέντευξη εργασίας.



























