Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-dressed
01
καλοντυμένος, κομψός
wearing clothes that are stylish or expensive
Παραδείγματα
He always looks well-dressed, whether in casual wear or a formal suit.
Φαίνεται πάντα καλοντυμένος, είτε φοράει casual ρούχα είτε επίσημο κοστούμι.
The well-dressed guests added elegance to the wedding reception.
Οι καλά ντυμένοι καλεσμένοι πρόσθεσαν κομψότητα στη γαμήλια δεξίωση.



























