Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Uprising
01
εξέγερση, ανταρσία
a situation in which people join together to fight against those in power
Παραδείγματα
The peasant uprising was brutally crushed by the king's army.
Η εξέγερση των αγροτών καταπνίγηκε βάναυσα από τον στρατό του βασιλιά.
Social media helped organize the uprising against the corrupt government.
Τα κοινωνικά δίκτυα βοήθησαν στην οργάνωση της εξέγερσης ενάντια στη διεφθαρμένη κυβέρνηση.
Λεξικό Δέντρο
uprising
rising
rise



























