Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
underlying
01
υποκείμενος, σιωπηρός
hidden or not immediately obvious, often suggesting a deeper meaning
Παραδείγματα
The underlying message was about honesty.
Το υποκείμενο μήνυμα αφορούσε την ειλικρίνεια.
The underlying theme was love.
Το υποκείμενο θέμα ήταν η αγάπη.
02
υποκείμενος, θεμελιώδης
forming the foundation or basis of something
Παραδείγματα
Understanding the underlying principles of science can improve critical thinking.
Η κατανόηση των υποκείμενων αρχών της επιστήμης μπορεί να βελτιώσει την κριτική σκέψη.
Grasping the underlying rules of grammar is key to learning a new language.
Η κατανόηση των βασικών κανόνων της γραμματικής είναι το κλειδί για την εκμάθηση μιας νέας γλώσσας.
Παραδείγματα
The underlying rock supports the entire structure.
Ο υποκείμενος βράχος υποστηρίζει ολόκληρη τη δομή.
The map shows the underlying layers of soil beneath the surface.
Ο χάρτης δείχνει τις υποκείμενες στρώσεις του εδάφους κάτω από την επιφάνεια.



























