Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inexplicit
01
σιωπηρός, ασαφής
lacking clarity or directness in expression
Παραδείγματα
The inexplicit directions left them wandering in search of the right path.
Οι ασαφείς οδηγίες τους άφησαν να περιπλανώνται αναζητώντας το σωστό μονοπάτι.
His inexplicit response only added to the confusion about the situation.
Η ασαφής απάντησή του μόνο πρόσθεσε σύγχυση στην κατάσταση.
Λεξικό Δέντρο
inexplicit
explicit



























