Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Infallibility
01
αλάθητο, τελειότητα
the quality of never being wrong or making mistakes
Παραδείγματα
Despite the claims of infallibility, the new software had several bugs.
Παρά τις ισχυρισμούς για αλάθητο, το νέο λογισμικό είχε αρκετά σφάλματα.
The leader 's claim of infallibility was met with skepticism by the council members.
Ο ισχυρισμός του ηγέτη για αλάθητο συναντήθηκε με σκεπτικισμό από τα μέλη του συμβουλίου.
Λεξικό Δέντρο
infallibility
fallibility
fallible



























