Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Infamy
01
δυσφήμηση, ατιμία
a very wrong and evil act
Παραδείγματα
The act of child exploitation and trafficking carried out by the criminal network was an act of infamy that shocked the world.
Η πράξη της εκμετάλλευσης και της διακίνησης παιδιών που διέπραξε το εγκληματικό δίκτυο ήταν μια πράξη δυσφήμισης που σόκαρε τον κόσμο.
The dictator 's brutal massacre of innocent civilians will forever be remembered as an infamy.
Η βάναυση σφαγή του δικτάτορα κατά αθώων πολιτών θα θυμάται για πάντα ως μια νεμεσία.
02
δυσφήμηση, ντροπή
the state of having a very bad public reputation
Παραδείγματα
The actor's involvement in a scandalous affair brought him infamy and damaged his public image.
Η εμπλοκή του ηθοποιού σε ένα σκανδαλώδες περιστατικό του έφερε δυσφήμιση και κατέστρεψε τη δημόσια εικόνα του.
The controversial decision made by the judge resulted in widespread infamy, as it was seen as a miscarriage of justice.
Η αμφιλεγόμενη απόφαση του δικαστή είχε ως αποτέλεσμα ευρεία δυσφήμηση, καθώς θεωρήθηκε ως δικαστική παρέκκλιση.



























