Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
infamous
01
κακόφημος, γνωστός
well-known for a bad quality or deed
Παραδείγματα
The criminal was infamous for his string of bank robberies across the country.
Ο εγκληματίας ήταν κακόφημος για τη σειρά ληστειών τραπεζών σε όλη τη χώρα.
The dictator 's reign was infamous for its brutality and oppression.
Η βασιλεία του δικτάτορα ήταν κακόφημη για τη βιαιότητα και την καταπίεσή της.
Λεξικό Δέντρο
infamous
famous
fame



























