Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disreputable
01
δυσφημισμένος, αμφιβόλου φήμης
having a bad reputation, often due to dishonesty or unethical behavior
Παραδείγματα
The company 's disreputable history made investors wary of its future prospects.
Η κακόφημη ιστορία της εταιρείας έκανε τους επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί για τις μελλοντικές προοπτικές της.
His disreputable past was widely known and made it difficult for him to gain trust in his new community.
Το δυσφημισμένο παρελθόν του ήταν ευρέως γνωστό και του δυσκόλευε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της νέας κοινότητας.
Λεξικό Δέντρο
disreputableness
disreputable
reputable
repute



























