Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disrepute
01
δυσφήμιση, κακή φήμη
the state of being held in low regard or having a bad reputation
Παραδείγματα
The company 's involvement in the scandal led to its disrepute.
Η εμπλοκή της εταιρείας στο σκάνδαλο οδήγησε στη δυσφήμιση της.
His actions brought disrepute to the entire organization.
Οι πράξεις του έφεραν δυσφήμιση σε ολόκληρο τον οργανισμό.
Λεξικό Δέντρο
disrepute
repute



























