Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disruption
01
διακοπή, διατάραξη
an action that causes a delay or interruption in the ongoing continuity of an activity or process
Παραδείγματα
The power outage caused a major disruption in our work schedule.
Η διακοπή ρεύματος προκάλεσε μια μεγάλη διακοπή στο πρόγραμμα εργασίας μας.
The protest led to a significant disruption in city traffic.
Η διαμαρτυρία οδήγησε σε σημαντική διακοπή της κυκλοφορίας της πόλης.
02
διατάραξη, αποδιοργάνωση
the act of causing disorder
03
διακοπή, διαταραχή
an event that results in a displacement or discontinuity
04
διατάραξη, αταξία
a disorderly outburst or tumult
Λεξικό Δέντρο
disruption
disrupt



























