Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disruptive
01
διαταρακτικός, καταστροφικός
interrupting or disturbing the normal flow or function of something
Παραδείγματα
Her disruptive behavior in class prevented others from learning.
Η διαταρακτική συμπεριφορά της στην τάξη εμπόδισε τους άλλους να μάθουν.
The disruptive noise from the construction site disturbed the residents.
Ο διαταρακτικός θόρυβος από το εργοτάξιο ενόχλησε τους κατοίκους.
Λεξικό Δέντρο
disruptively
disruptive
disrupt



























