Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to dissatisfy
01
δυσαρεστώ, απογοητεύω
to fail to make someone pleased
Παραδείγματα
The manager ’s failure to address the issue began to dissatisfy the employees.
Η αποτυχία του διευθυντή να αντιμετωπίσει το πρόβλημα άρχισε να δυσαρεστεί τους υπαλλήλους.
The poor quality of the service will dissatisfy many customers.
Η κακή ποιότητα της υπηρεσίας θα δυσαρεστήσει πολλούς πελάτες.
Λεξικό Δέντρο
dissatisfy
satisfy



























