Inextensible
volume
British pronunciation/ˌɪnɛkstˈɛnsəbəl/
American pronunciation/ˌɪnɛkstˈɛnsəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "inextensible"

inextensible
01

without the capacity to be enlarged

inextensible

adj

extensible

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store