LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inextensible
/ˌɪnɛkstˈɛnsəbəl/
/ˌɪnɛkstˈɛnsəbəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "inextensible"
inextensible
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
μη επεκτάσιμος
without the capacity to be enlarged
nonextensile
nonprotractile
extensile
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App