Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
inextricable
01
αδιέξοδο, αποφυγή αδύνατη
impossible to escape or get rid of
Οικογένεια λέξεων
extricable
Adjective
inextricable
Adjective
inextricably
Adverb
inextricably
Adverb
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αδιέξοδο, αποφυγή αδύνατη
Οικογένεια λέξεων
extricable
inextricable
inextricably
inextricably