Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undernourished
01
υποσιτισμένος, κακώς τρεφόμενος
not adequately fed or nourished therefore in bad health
Λεξικό Δέντρο
undernourished
nourished
nourish
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υποσιτισμένος, κακώς τρεφόμενος
Λεξικό Δέντρο