Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Underling
01
υποτελής, υφιστάμενος
a person of lower rank who serves or works under someone of higher authority
Παραδείγματα
As an underling in the firm, she had to complete all the tasks that were handed down to her.
Ως υποδεέστερη στην εταιρεία, έπρεπε να ολοκληρώσει όλες τις εργασίες που της ανατέθηκαν.
The underlings at the factory felt they were undervalued and not given due credit for their contributions.
Οι υποτελείς στο εργοστάσιο αισθάνθηκαν ότι υποτιμούνταν και δεν έλαβαν την αναγνώριση που τους άξιζε για τις συνεισφορές τους.



























