Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unavowed
01
μη ομολογημένος, μη εκφρασμένος
not openly expressed
Παραδείγματα
Her unavowed feelings for him made every interaction charged with tension.
Τα μη ομολογημένα της συναισθήματα γι 'αυτόν έκαναν κάθε αλληλεπίδραση γεμάτη ένταση.
The politician 's unavowed connections to the controversial group eventually came to light.
Οι μη ομολογημένες συνδέσεις του πολιτικού με την αμφιλεγόμενη ομάδα τελικά αποκαλύφθηκαν.
03
μη αναγνωρισμένο, μη δηλωμένο
not affirmed or mentioned or declared
Λεξικό Δέντρο
unavowed
avowed
avow



























