Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
acquirable
01
αποκτήσιμος, προσληπτός
able to be obtained or gained
Παραδείγματα
Knowledge is acquirable through study and experience.
Η γνώση είναι αποκτήσιμη μέσω της μελέτης και της εμπειρίας.
The rare book is expensive but still acquirable at certain auctions.
Το σπάνιο βιβλίο είναι ακριβό αλλά ακόμα προσληπτό σε ορισμένες δημοπρασίες.
Λεξικό Δέντρο
acquirable
acquire



























