Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
achievable
01
εφικτός, πραγματοποιήσιμος
able to be carried out or obtained without much difficulty
Παραδείγματα
Despite the challenges, the team remained optimistic and focused on finding achievable solutions.
Παρά τις προκλήσεις, η ομάδα παρέμεινε αισιόδοξη και επικεντρώθηκε στην εύρεση εφικτών λύσεων.
Setting realistic and achievable targets is important for maintaining motivation.
Ο καθορισμός ρεαλιστικών και εφικτών στόχων είναι σημαντικός για τη διατήρηση του κινήτρου.
Λεξικό Δέντρο
achievability
unachievable
achievable
achieve



























