Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
accomplishable
01
εφικτός, πραγματοποιήσιμος
capable of being completed or achieved through effort or ability
Παραδείγματα
The tasks on the to-do list are all accomplishable within the given timeframe.
Οι εργασίες στη λίστα προς υλοποίηση είναι όλες εφικτές στο δεδομένο χρονικό πλαίσιο.
With determination and focus, any goal is accomplishable.
Με αποφασιστικότητα και εστίαση, κάθε στόχος είναι εφικτός.
Λεξικό Δέντρο
accomplishable
accomplish



























