Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
accompanying
01
συνοδευτικός, σχετικός
happening at the same time as another thing, often enhancing or complementing it
Παραδείγματα
The concert featured an accompanying light show that mesmerized the audience.
Η συναυλία περιλάμβανε μια συνοδευτική παράσταση φωτός που μαγέρεψε το κοινό.
The artist's new album had an accompanying video that provided deeper insight into the theme.
Το νέο άλμπουμ του καλλιτέχνη είχε ένα συνοδευτικό βίντεο που παρείχε βαθύτερη εικόνα του θέματος.
Λεξικό Δέντρο
accompanying
accompany



























