Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Accompanist
01
συνοδός μουσικός, ακομπανιατόρ
a musician who supports others by playing an instrument, providing harmony or rhythm
Παραδείγματα
The pianist served as the accompanist for the singer's recital, adding depth to the performance.
Ο πιανίστας υπηρέτησε ως συνοδός στο ρεσιτάλ του τραγουδιστή, προσθέτοντας βάθος στην παράσταση.
He seamlessly adjusted his playing as an accompanist to complement different soloists.
Προσάρμοσε συνοδός απρόσκοπτα το παίξιμό του για να συμπληρώσει διαφορετικούς σολίστ.



























