Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
acquainted
01
εξοικειωμένος, γνωστός
having knowledge or familiarity with someone or something
Παραδείγματα
I became acquainted with her during a business conference.
Γνώρισα την κατά τη διάρκεια μιας επιχειρηματικής συνδιάσκεψης.
The new employee is getting acquainted with company procedures.
Ο νέος υπάλληλος εξοικειώνεται με τις διαδικασίες της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
unacquainted
acquainted
acquaint



























