Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
acquiescent
01
υποχωρητικός, ευάγωγος
too willing to accept something or do what others want without question
Λεξικό Δέντρο
acquiescent
acquiesce
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υποχωρητικός, ευάγωγος
Λεξικό Δέντρο