Acquiescent
volume
British pronunciation/ˌækwɪˈɛsənt/
American pronunciation/ˌækwiˈɛsənt/

Ορισμός και Σημασία του "acquiescent"

acquiescent
01

too willing to accept something or do what others want without question

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store